< ἀρχημανδρίτης
Ἀρχήνωρ >
[Ἀρ]χηνακτίδης
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[-ῐ-]
hijo
o
descendiente de Arquenacte
Archil.206.10; cf. Ἀρχεανακτίδαι.